- ξεπιάνω
- (αόρ. ξέπιασα) μετ.1) отцеплять; 2) вырывать, выхватывать;1) — отцепляться, вырываться, освобождаться;
ξεπιάνομαι
2) избавляться от паралича, артрита
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεπιάνομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεπιάνω — 1. αποσυνδέω, αποσπώ 2. μέσ. ξεπιάνομαι α) απαλλάσσω τον εαυτό μου από σύλληψη β) παύω να έχω παράλυση ή αγκύλωση ή μούδιασμα σε ένα μέρος τού σώματος ή σε ολόκληρο το σώμα … Dictionary of Greek